βαθύχρωμος

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει βαθύ, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + χρώμα (πρβλ. άχρωμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς).