βάρδια
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. φρουρά
2. μέλος της φρουράς, σκοπός
3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» — φρουρώ, είμαι σκοπός
4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια»)
5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που εναλλάσσονται
6. φρ. «σκάντζα βάρδια» — αλλαγή φρουράς ή υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vardia (πρβλ. αρχ. γερμ. warda].