βάρδια

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

η
1. φρουρά
2. μέλος της φρουράς, σκοπός
3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» — φρουρώ, είμαι σκοπός
4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια»)
5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που εναλλάσσονται
6. φρ. «σκάντζα βάρδια» — αλλαγή φρουράς ή υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vardia (πρβλ. αρχ. γερμ. warda].