αὐθόμαιμος

Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

strengthd. for ὅμαιμος, S.OC335, Lyc.222.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθόμαιμος: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὅμαιμος, Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος, συγγενής, μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du même sang.
Étymologie: αὐτός, ὅμαιμος.

Spanish (DGE)

-ον de la misma sangre, hermano S.OC 335, Lyc.222.

Greek Monolingual

αὐθόμαιμος, -ον (Α)
από το ίδιο αίμα, συγγενής εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + όμαιμος. Η λ. αυθόμαιμος χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του όμαιμος (πρβλ. σύναιμος)].

Greek Monotonic

αὐθόμαιμος: επιτετ. του ὅμαιμος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐθόμαιμος: кровно близкий, родной Soph.

English (Woodhouse)

(see also: ὅμαιμος) own brother