αφεντικό

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

το (και αφεντικός, ο)
1. κύριος, αφέντης
2. ο κύριος ως προς το υπηρετικό προσωπικό
3. κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης
4. ο εργοδότης
5. στον πληθ. τα αφεντικά
α) ο κύριος και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες
6) η τάξη των αφεντάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αφεντικός < αρχ. αυθεντικός (πρβλ. αφέντης)].