Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
και γουργουλίζω
1. κάνω γαργάρα
2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα του νερού
3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ-γουρ (πρβλ. αρχ. ελλ. βορβορύζω, κορκορυγέω)].