γραμμάριο
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
το (Α γραμμάριον)
νεοελλ.
μονάδα βάρους, το ένα χιλιοστό του κιλού
αρχ.
μονάδα βάρους ίση με τρεις οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γράμμα (πρβλ. αγγλ. gram
γαλλ. gramme)].