δείξιμο

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

το
1. το να δείχνει κάποιος κάτι
2. οδηγία, διδασκαλία για εκμάθηση
3. υπόδειγμα, πρότυπο
4. φρ. «καλό μου δείξιμο»
(με αποτρεπτική σημασία) όταν δείχνει κάποιος σημείο του σώματός του όπου εμφανίστηκε σε άλλον ανησυχητικό, νοσηρό σημάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δειξ- του έδειξα, αόριστος του δείχνω (πρβλ. γράψιμο, τρέξιμο)].