εξουδετερώνω

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου
2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο
3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. neutralizer)].