τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
ἐρημοφίλης, ὁ (AM)αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)πρβλ. παιδο-φίλης].