Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερειπώνω

From LSJ
Revision as of 08:49, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)
κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω
μσν.
πέφτω σε καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας του ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και σύγχυση τών ει και ι, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ-) του θέματος (ερειπ-) με πιθ. επίδραση ενός παθ. αορ. ερίπην (πρβλ. μτχ. εριπέντι)].