Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερειπώνω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)
κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω
μσν.
πέφτω σε καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας του ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και σύγχυση τών ει και ι, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ-) του θέματος (ερειπ-) με πιθ. επίδραση ενός παθ. αορ. ερίπην (πρβλ. μτχ. εριπέντι)].