ερειπώνω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)
κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω
μσν.
πέφτω σε καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας του ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και σύγχυση τών ει και ι, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ-) του θέματος (ερειπ-) με πιθ. επίδραση ενός παθ. αορ. ερίπην (πρβλ. μτχ. εριπέντι)].