τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ἐρωτικόβρυτος, -η, -ον (Μ)αυτός που αναβλύζει έρωτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό-βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)].