γελοίος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γελοῑος, -α, -ον, Α και γέλοιος, -α, -ον)
1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια
2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος
3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο
η γελοιότητα
αρχ.
1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός
2. (για επιχειρήματα) παράδοξος, αντιφατικός
3. (πληθ. ουδ.) τὰ γελοῑα
τα αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (πρβλ. αιδοίος- αιδώς, ηοίος- ηώς)].