διαμήκης
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
-άμηκες
1. αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος, αυτός που καταλαμβάνει όλο το μήκος
2. αυτός που διέρχεται κατά μήκος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το διάμηκες
η κατά μήκος διάσταση
φρ. «διάμηκες του πλοίου» — η απόσταση από την πρύμνη μέχρι την πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μήκης < μήκος (πρβλ. επιμήκης, ισομήκης)].