Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
-ουν (ΑΜ ἑτερόπους, -ουν)αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πους (< πους) πρβλ. δί-πους].