Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσ-απόδεικτος, αν-από-δεικτος].