ευαπόδεικτος

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσ-απόδεικτος, αν-από-δεικτος].