ευκατέργαστος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.)
αρχ.
1. (για τροφές) εύπεπτος
2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα
3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾱσιν εὐκατεργάστων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-εργαστος (< κατ-εργάζομαι), πρβλ. α-κατ-έργαστος, πολυ-κατ-έργαστος].