εχθρόφρων

Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἐχθρόφρων, -ον (Α)
(κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, εχέ-φρων].