εχθρόφρων

Greek Monolingual

ἐχθρόφρων, -ον (Α)
(κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -φρων (< φρην), πρβλ. άφρων, εχέφρων].