ἐχθρόφρων
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ἐχθρόφρον, gen. ονος, hostile in disposition, EM245.23.
German (Pape)
[Seite 1125] ονος, feindlich gesinnt, E. M. p. 254, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρόφρων: -ον, ἔχων ἐχθρικὰς διαθέσεις, Ἐτυμολ. Μ. 245. 23.
Greek Monolingual
ἐχθρόφρων, -ον (Α)
(κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -φρων (< φρην), πρβλ. άφρων, εχέφρων].