ευκύμαντος

Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

εὐκύμαντος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα
2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυμαντος (< κυμαίνω)
πρβλ. α-κύμαντος].