ευκύμαντος

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

εὐκύμαντος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα
2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυμαντος (< κυμαίνω)
πρβλ. ακύμαντος].