εύληρα

From LSJ
Revision as of 09:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].