ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
εὐχανδής, -ές (Α)ευρύχωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυ-χανδής, περι-χανδής].