ηδυπαθής

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυπαθής, -ές)
αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές
ήδυπάθεια, φιληδονία.
επίρρ...
ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς)
με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής, ευ-παθής].