ηλιόφωτος

From LSJ
Revision as of 09:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο
το φως του ήλιου, το ηλιόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φωτος (< φως), πρβλ. λειψί-φωτος, πολύ-φωτος].