ηλιοφώτιστος

From LSJ
Revision as of 09:23, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο-φώτιστος, ολο-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].