ηδυλάλος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.