Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
θαλλινώδης, -ῶδες (Α)(για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. -ώδης, πρβλ. ευ-ώδης, τρομ-ώδης].