ηχόμετρο

Revision as of 09:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(τεχν.) συσκευή με την οποία γίνεται η μέτρηση της στάθμης, πίεσης ή έντασης του ήχου στην περιοχή τών ακουστών συχνοτήτων και σύμφωνα με καθορισμένες κάθε φορά προδιαγραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometre < sono- < son «ήχος» + -metre (πρβλ. -μετρo < μέτρο). Η λ. στον λόγιο τ. ηχόμετρον μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].