τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ἡμιμανής, -ές (Α)1. μισότρελος2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναι-μανής, εκ-μανής].