θερμηρός

From LSJ
Revision as of 09:39, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμηρός Medium diacritics: θερμηρός Low diacritics: θερμηρός Capitals: ΘΕΡΜΗΡΟΣ
Transliteration A: thermērós Transliteration B: thermēros Transliteration C: thermiros Beta Code: qermhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A for hot liquid, ποτήριον Hsch.s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Gloss.

Greek Monolingual

θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].