θεατρίνος
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
Greek Monolingual
ο, θηλ. θεατρίνα
1. ηθοποιός, καλλιτέχνης του θεάτρου
2. μτφ. αυτός που εμφανίζεται διαφορετικός από ο,τι είναι στην πραγματικότητα, ανειλικρινής, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. teatrino < teatr- (πρβλ. θέατρο) + -ino (< λατ. -inus, κατάλ. που μεταφέρεται στην ελλ. ώς -ίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ν. Κονεμένο. Αρχικά δήλωνε τον ηθοποιό, σύντομα όμως απέκτησε μεταφορικά και τη σημασία «υποκριτής» και έγινε κακόσημη).