θεόπλοκος

Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον,= πρὸς θεοὺς προσπλεκόμενος, Cat.Cod.Astr.8(4).166.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott geflochten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπλοκος: -ον, θεόθεν πεπλεγμένος, σαγήνη Ἐκκλ.∙ θ. καὶ ἡδυφραδὲς εἰδύλλιον Νικήτ. Χρον. 70Α.

Greek Monolingual

θεόπλοκος, -ον (Μ)
ο κατασκευασμένος από θεό («θεόπλοκος σαγήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δυσ-έκ-πλοκος, περί-πλοκος].