θεότητα

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

και θεότη, η (AM θεότης, Μ και θεότητα)
η φύση, η ουσία του θεού, το σύνολο τών ιδιοτήτων του θεού («ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
1. το ίδιο το υπέρτατο ον, ο θεός
2. (με ειδωλολατρική σημασία) θεός, θεά
αρχ.
φρ. «διά θεότητα» — για θρησκευτικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεός. Ο τ. θεότη, -ης κατά τα θηλ. σε -η, μεταπλασμός τον οποίο υπέστησαν ορισμένα θηλ. σε -οτης στη Δημοτική (πρβλ. ανθρωπότη, ταπεινότη)].