θερμολουτώ
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
θερμολουτῶ, -έω (Α)
κάνω ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + (-λουτώ < -λούτης < λούω), πρβλ. α-λουτώ, ψυχρο-λουτώ].