μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ἱεροστάτης, ὁ (Α)επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, χορο-στάτης].