ιλαρωδός

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable

Source

Greek Monolingual

ἱλαρῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ-ωδός, τραγ-ωδός].