σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
θρῆνυξ και βοιωτ. τύπος θρᾱνυξ, ὁ (Α)το χαμηλό σκαμνάκι, το υποπόδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θρήνυς, παρεκτεταμένος με ουρανικό (πρβλ. βοιωτ. θράνυξ)).