ιεροκόμος

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ἱεροκόμος, ὁ (Α)
επιμελητής ναού, νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -κόμος (< κομώ)
πρβλ. ανθο-κόμος, ιππο-κόμος].