ιξύς

From LSJ
Revision as of 09:58, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

ἰξύς, -ύος, ἡ (Α)
1. η οσφύς, η μέση
2. στον πληθ. αἱ ἰξύες
το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και της οσφύος, οι λαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε -- απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος (πρβλ. οσφύς)].