ιξύς

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

ἰξύς, -ύος, ἡ (Α)
1. η οσφύς, η μέση
2. στον πληθ. αἱ ἰξύες
το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και της οσφύος, οι λαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε -- απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος (πρβλ. οσφύς)].