ἰξύς

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξύς Medium diacritics: ἰξύς Low diacritics: ιξύς Capitals: ΙΞΥΣ
Transliteration A: ixýs Transliteration B: ixys Transliteration C: iksys Beta Code: i)cu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, waist, of women, περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ (contr. for ἰξύϊ) Od.5.231, cf. Longus 1.4; of a man, Arat.310; of centaurs, Opp. C.2.6; of a deer, APl.4.96: pl., ἰξύες, οἱ, loins, Hp.Fract.20, cf. Gal. 19.106: sg., = ὀσφύς, [Id.]14.706. (Perh. akin to ἰσχύς, cf. ἰσχίον.) [ῡ in nom. and acc. sg., Choerob. in Theod.1.331; ῠ in trisyll. cases.]

German (Pape)

[Seite 1255] ύος, ἡ (vielleicht verwandt mit ἰσχύς), die Weichen, die Gegend über den Hüften, zwischen den Hüften u. den Rippen, wo man sich gürtet, περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ Od. 5, 231. 10, 544, von Frauen; ζῶμα περὶ τὴν ἰξύν Long. 1, 4; Hippocr.; Opp. sagt Cyn. 2, 5 von den Kentauren φῦλα θηρομιγῆ, μερόπων μὲν ἐπ' ἰξύας, ἰξυόφιν δὲ ἵππων; – πολυκαμπής Phani. 4 (VI, 297). Vgl. ὀσφύς.

French (Bailly abrégé)

ύος, dat. -ύϊ, épq. –υῗ (ἡ) :
partie du corps au-dessus des hanches, hanches en parl. de femmes.
Étymologie: cf. ἰσχίον.

Russian (Dvoretsky)

ἰξύς: (ῡ), ύος (ῠ) ἡ талия, поясница (πολυκαμπής Anth.): περὶ ζώνην βάλετο ἰξυῖ Hom. (Аврора) надела на чресла пояс.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξύς: -ύος, ἡ, ἡ ὀσφύς, ἡ μέση, περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ (ποιητ. συνῃρ. ἀντὶ ἰξύϊ) Ὀδ. Ε. 231, Κ. 544· ἐπὶ γυναικείας ζώνης, πρβλ. Λόγγον 1. 4· ἐπὶ ἀνδρός, Ἄρατ. 310· ἐπὶ κενταύρων, Ὀππ. Κυν. 2. 6· ἐπὶ ἐλάφου, Ἀνθ. Πλαν. 96. ― ἀλλ’ ἐν Ἱππ. π. Ἀγ. 765, κατὰ πληθ. ἰξύες, «τὸ μεταξὺ τῶν ἰσχίων καὶ τῆς ὀσφύος» Γαλην. Λεξ. 12. 224. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ ἰσχύς, ὡς τὸ ἰσχίον, πρβλ. Κικ. latera et vires). ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ· ῠ ἐν τρισυλλάβοις πτώσεσιν.

Greek Monolingual

ἰξύς, -ύος, ἡ (Α)
1. η οσφύς, η μέση
2. στον πληθ. αἱ ἰξύες
το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και της οσφύος, οι λαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε -- απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος (πρβλ. οσφύς)].

Greek Monotonic

ἰξύς: -ύος, δοτ. ἰξυῖ (ποιητ. συνηρ. αντί ἰξύϊ), ἡ, μέση, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

-ύος
Grammatical information: f.
Meaning: waist, loins (ε 231 = κ 544, Hp., hell. poetry);
Other forms: DELG gives -ύος, LSJ says short υ in trisyll. forms.
Derivatives: Adv. ἰξυόθεν (Arat.); also ἰξύα, (EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ὀσφύς, νηδύς, δελφύς etc.; ἰξύα after δελφύα, ἰγνύη a. o. (Schwyzer 463). Unexplained. Bq thinks of ἰσχίον (cf. ἰξός : viscum a. o.); Froehde BB 8, 162 (s. W.-Hofmann s. īlia) connects it with Lat. īlia pl. id.. - The word may be Pre-Greek.

Middle Liddell

ἰξύς, ύος
the waist, Od.

Frisk Etymology German

ἰξύς: -ύος
{iksú̄s}
Grammar: f.
Meaning: die Weichen, die Lendengegend (ε 231 = κ 544, Hp., hell. u. späte Dichtung);
Derivative: Adv. ἰξυόθεν (Arat.); daneben ἰξύα, -η (EM).
Etymology : Bildung wie ὀσφύς, νηδύς, δελφύς usw.; ἰξύα nach δελφύα, ἰγνύη u. a. (Schwyzer 463). Nicht befriedigend erklärt. Bq denkt an ἰσχίον (vgl. ἰξός : viscum u. a.); Froehde BB 8, 162 u. A. (s. W.-Hofmann s. īlia) verbindet es mit lat. īlia pl. die Weichen, was immerhin Beachtung zu verdienen scheint.
Page 1,729