ινοθώρακας

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual


ιατρ. το αποτέλεσμα της οργανώσεως μιας συλλογής υγρού στην κοιλότητα του υπεζωκότα υπό μορφή στερεού συνδετικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrothorax < fibro- < fiber «ίνα» + thorax (πρβλ. θώραξ)].