ιοβάφινος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
ἰοβάφινος, -ον (Μ)
ιοβαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ-ινος (< θ. βαφ- του βαφή + -ινος), πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρινος.