θυσανόμορφος

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» — ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, ποικιλόμορφος.