ιστοπόνος
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
ἱστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουρο-πόνος, δαιφο-πόνος.