ισόθρους

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

ἰσόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].