ισχνόφωνος

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].