ιστιοπετής

Revision as of 10:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἱστιοπετής, -ές (Α)
(για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο-πετής, ουρανο-πετής].